ισοτάλαντος

ισοτάλαντος
-η, -ο (Μ ἰσοτάλαντος, -ον)
ισόζυγος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ-τάλαντος, ομο-τάλαντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοτάλαντος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοτάλαντον — ἰσοτάλαντος masc/fem acc sg ἰσοτάλαντος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοταλάντου — ἰσοτάλαντος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοταλάντῳ — ἰσοτάλαντος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοτάλαντα — ἰσοτάλαντος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοταλαντώ — ἰσοταλαντῶ, έω (Μ) [ἰσοτάλαντος] έχω το ίδιο βάρος με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”